- στρατοπεδευτικός
- στρᾰτοπεδ-ευτικός, ή, όν,A of an encampment,
σχήματα Plb.6.30.3
; concerning encampments,βίβλος Aen.Tact.21.2
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σχήματα Plb.6.30.3
; concerning encampments,βίβλος Aen.Tact.21.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στρατοπεδευτικός — ή, ό / στρατοπεδευτικός, ή, όν, ΝΑ [στρατοπεδεύω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στρατοπέδευση … Dictionary of Greek
στρατοπεδευτικοῖς — στρατοπεδευτικός of an encampment masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατοπεδευτικῇ — στρατοπεδευτικός of an encampment fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)